Συχνές Ερωτήσεις

Συχνές ερωτήσεις & οι απαντήσεις τους

Τα παιδιά, μετά από τον πρώτο χρόνο χρησιμοποιούν συγκεκριμένους τρόπους –στρατηγικές, οι οποίες είναι “φυσιολογικές διαδικασίες” ώστε να παράγουν λόγο.
Η διαδικασία αυτή φαίνεται να γίνεται με ιδιαίτερα φυσιολογικό τρόπο, καθώς μιμούνται την ομιλία των ενηλίκων.
Όσο βέβαια μεγαλώνουν τα παιδιά, θα πρέπει να επεκτείνουν το φωνολογικό τους ρεπερτόριο, να λένε περισσότερες λέξεις και ο λόγος τους να γίνεται κατανοητός στους γύρω τους.
Υπάρχουν όμως και περιπτώσεις που δυσκολεύονται να ανταποκριθούν στα καινούργια και πιο δύσκολα δεδομένα.
Πιθανές εξηγήσεις που συμβαίνει αυτό είναι οι εξής:

 

Πρώτα απ όλα λόγω παροδικής ακουστικής απώλειας όταν το παιδί παθαίνει συχνές ωτίτιδες ή λόγω βαρηκοΐας όταν δεν ακούει καλά στις υψηλές συχνότητες έχει ως αποτέλεσμα να μην αντιλαμβάνεται την διαφορά ανάμεσα στα δύο γράμματα,
πχ το <σ> και το <ζ>,να τα αρθρώνει <σ>.

 

Επίσης, ένας ακόμη λόγος είναι, όταν δεν μπορεί να αντιληφθεί ότι υπάρχει διαφορά ανάμεσα στα δύο γράμματα λόγω αντιληπτικής σύγχυσης.
Όταν δύο γράμματα διαφέρουν στον τρόπο άρθρωσης αλλά έχουν σχεδόν την ίδια ηχηρότητα .
πχ το <θ> και το <Φ>, έχει και τα δύο φωνήματα στο μυαλό του ως έναν ήχο και παράγει και τα δύο ως <θ> .

 

Τέλος , μια πιθανή αιτία στην δυσκολία της άρθρωσης μπορεί να είναι οργανική ή λειτουργική.
Πιο συγκεκριμένα, εάν υπάρχει κοντό χαλινό, μακρογλωσσία, ψεύδισμα, δυσπραξία, νοητική υστέρηση, σχιστίες, όπου σε αυτές τις περιπτώσεις υπάρχει δυσκολία στην κινητική εκτέλεση του φωνήματος.

Συχνά στις μέρες ακούμε τον όρο “λογοθεραπεία”, λίγοι όμως γνωρίζουμε ποιος είναι ο ρόλος του λογοθεραπευτή και πότε είναι αναγκαίο να τον επισκεφτούμε.
Η λογοθεραπεία, είναι μια επιστήμη, η οποία ασχολείται με οποιαδήποτε μορφή διαταραχής λόγου, ομιλίας και φωνής.
Ο λογοθεραπευτής μπορεί να αντιμετωπίσει τέτοιου είδους προβλήματα και να δημιουργήσει κατάλληλες συνθήκες ανάπτυξης και εξέλιξης του ατόμου.

 

Ένας λογοθεραπευτής είναι απαραίτητο να παρέμβει όταν το παιδί:
· Στο 3ο έτος δεν έχει αναπτύξει επαρκώς τον προφορικό λόγο.
· Το λεξιλόγιο του δε συνάδει στη χρονολογική του ηλικία. Στο 3ο – 4ο έτος δεν κατονομάζει οικεία αντικείμενα όπως: αντικείμενα καθημερινής χρήσης( πιρούνι, τραπέζι, σκούπα κ.α), ζώα φρούτα, λαχανικά, φαγητά.
· Στον προφορικό του λόγο παρουσιάζει αρθρωτικές και φωνολογικές διαταραχές. Δηλαδή αντικαθιστά συνεχώς ένα γράμμα με ένα άλλο : π.χ <φεγγάλι> αντί <φεγγάρι>, παραλείπει <-όδα> αντί <ρόδα>, απλοποιεί <κάλα> αντί <σκάλα>. 
· Δυσκολεύεται να περιγράψει ένα γεγονός ή να αφηγηθεί μια ιστορία.
· Αδυνατεί να κατανοήσει και να εκτελέσει απλές και σύνθετες προφορικές εντολές. Π.χ πιάσε την μπάλα, πήγαινε στην κουζίνα και φέρε μου ένα ποτήρι.
· Δεν μπορεί να απαντήσει σε απλές ερωτήσεις που εισάγονται με το <τι>, <που>, <πως>, <πότε>, <γιατί> .
· Παρουσιάζει διαταραχές στη ροή της ομιλίας. Δηλαδή επανάληψη ήχων, συλλαβών ή λέξεων, παύσεις και διακοπή του λόγου. πχ κκκκκάθησε κάτω, το το το κορίτσι, πήγα στο σχολείο (εεεε) και έπαιξα με τους φίλους μου, παπαπάρε γλυκό.
· Δυσκολεύεται να σχηματίσει προτάσεις με σωστή συντακτική δομή. Παραλείπει τα υποκείμενα, τα ρήματα.
· Δεν ανταποκρίνεται στο άκουσμα του ονόματος του.
· Παρουσιάζει επαναλαμβανόμενες κινήσεις και δυσκολεύεται να έχει βλεμματική επαφή με τον συνομιλητή του.
· Eμφανίζει διαταραχές φωνής π.χ βραχνάδα, ο τόνος της φωνής είναι πολύ ψηλά ή πολύ χαμηλά.
· Παρουσιάζει διαταραχές σίτισης και κατάποση.
· Τέλος, παρέμβαση μπορεί να γίνει και σε έναν ενήλικα ύστερα από εγκεφαλικό επεισόδιο.